- σημαντικόν
- σημαντικόςsignificantmasc acc sgσημαντικόςsignificantneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σημαντικός — ή, ό / σημαντικός, ή, όν, ΝΜΑ [σημαίνω] αυτός που δηλώνει, που φανερώνει κάτι, που έχει μια ορισμένη σημασία (α. «ρήματα κινήσεως σημαντικά» β. «ὄνομά ἐστι φωνὴ σημαντικὴ κατὰ συνθήκην ἄνευ χρόνου», Αριστοτ. γ. «δυνάμεως δὲ σημαντικὸν τὸ κέρας»,… … Dictionary of Greek
χάραγμα — άγματος, το, ΝΜΑ, και χάραμα Ν [χαράσσω] η ενέργεια τού χαράζω, χάραξη γραμμών, γραμμάτων ή σχεδίων πάνω σε μια επιφάνεια με αιχμηρό όργανο νεοελλ. 1. ρωγμή, ραγισματιά 2. (μόνον στον τ. χάραμα) ξημέρωμα, λυκαυγές μσν. γράμμα τού αλφαβήτου μσν.… … Dictionary of Greek